- πελατικός
- -ή, -όν, Α[πελάτης]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πελάτη2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πελατικόνη τάξη τών πελατών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πελατικόν — πελατικός of masc acc sg πελατικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)